Είχα την εντύπωση ότι έχω γράψει στο παρόν νήμα για τον Ιωαννίδη αλλά δεν βρήκα κάτι σχετικό, θα ήταν μάλλον στο νήμα για τον καλύτερο Έλληνα προπονητή. Εν πάση περιπτώσει...
Καταρχάς να ξεκινήσω από το βασικό statement της παρέμβασής μου στο θρεντ:
Ο «ξανθός» ήταν στην ελίτ της ευρωπαϊκής προπονητικής για την περίοδο 1984-1998 όπου πέτυχε τα εξής καθόλου ευκαταφρόνητα κατορθώματα:
Έστησε την επταετή αυτοκρατορία του Άρη που σάρωσε με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και σε πρωτόγνωρο βαθμό ότι βρήκε μπροστά της στην Ελλάδα από το 1984 και την άνοδο του Γιαννάκη στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90 που έγινε η έκρηξη της ελληνικής λίγκας και οριστικοποιήθηκε η μετάλλαξή της σε μια από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Στο ίδιο διάστημα αναβάθμισε τους κιτρινόμαυρους σε ομάδα με στόχους πρωταθλητισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με συνεπή παρουσία στα μεγάλα σαλόνια των ευρωπαϊκών διοργανώσεων και συνεχόμενες σπουδαίες εμφανίσεις-παραστάσεις απέναντι σε κορυφαίες ομάδες του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Για όσους δεν έχουν γνώση της εποχής από πρώτο χέρι μιλάμε για αντίπαλες ομάδες που έχουν γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του αθλήματος όπως η Γιουγκοπλάστικα των μωρών του Μάλκοβιτς, η Τρέισερ Μιλάνο του Νταν Πήτερσον και του Μπομπ Μάκαντου, η Μακάμπι των έξι τελικών της δεκαετίας του '80 και η γνωστή Μπάρσα του Αΐτο Ρενέσες (του Ρενέσες που εκείνα τα χρόνια το μεταξύ άλλων καθόλου αξιοζήλευτων ιδιοτήτων ποδοσφαιρόπληκτο ελληναριό τον είχε ονομάσει λούζερ
).
Έστησε την πενταετή αυτοκρατορία του Ολυμπιακού παρουσιάζοντας μια ομάδα πρότυπο για τα οργανωτικά (προ Μποσμάν περίοδος) και οικονομικά δεδομένα της εποχής, όπου για κάθε σούπερ σταρ πληρωμένο με εκατομμύρια κολλαριστά δολάρια τύπου Ζάρκο Πάσπαλι ή Έντι Τζόνσον ήταν υποχρεωμένος να ρίξει στα βαθιά και μια δράκα αμούστακους δεκαοχτάχρονους -ταλαντούχους μεν- παντελώς άπειρους στο επίπεδο του πρωταθλητισμού γιατί... δε γινόταν αλλιώς. Η πρώτη μεταγραφή έμπειρου Έλληνα παίκτη επιπέδου εθνικής ομάδας στον Ολυμπιακό (αυτή του Φασούλα) έγινε δύο χρόνια αφότου είχε έρθει ο ξανθός στο Λιμάνι και με τους ερυθρόλευκους να έχουν ήδη πατήσει κορυφή στην Ελλάδα και να βρίσκονται ένα βήμα πριν το φάιναλ φορ στην Ευρώπη. Από ένα σημείο και μετά συμμετείχε στον αγώνα για την κορυφή εντός και εκτός συνόρων έχοντας να ανταγωνιστεί και το καινούριο χρηματοδοτικό μοντέλο πρωταθλητισμού με την ονομασία «το αφεντικό τρελάθηκε» ή «πέταμα λεφτών από το ελικόπτερο» (κάποιοι αλήτες το έχουν ονομάσει «πλυντήριο»
) που εφάρμοσαν οι αφοί Γιαννακόπουλοι στον Παναθηναϊκό και το οποίο άρχισε να αποδίδει καρπούς εκεί γύρω στο 2000 χάρη στην άφιξη του χαρισματικού Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον πάγκο των πρασίνων.
Στην ΑΕΚ μπορεί να μην έστησε μια ακόμη αυτοκρατορία στα πλαίσια του ελληνικού πρωταθλήματος αλλά την έβαλε για τα καλά στον χάρτη τόσο του ελληνικού όσο και του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Η συμμετοχή στον τελικό της ευρωλίγκας μόλις στη δεύτερη χρονιά του στην ομάδα μπορεί να μην οδήγησε στον μεγάλο τίτλο άλλα έκανε το Δικέφαλο ελκυστικό προορισμό και για άλλους εξαιρετικούς παίκτες και προπονητές. Χωρίς τη διετία 1996-98 δεν θα βλέπαμε και τις επιτυχίες της περιόδου 2000-02.
Πέρα από τα επιμέρους κατορθώματα η σημαντικότερη συμβολή του Ιωαννίδη στον ελληνικό επαγγελματικό αθλητισμό ήταν ότι έβαλε το ελληνικό συλλογικό μπάσκετ στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης με πρωτοφανή συνέπεια για τα δεδομένα της εποχής του. Γιατί, εδώ δε μιλάμε για τυχαίες επιτυχίες τύπου Ελλάδα 2004 ή για τις κλασικές ποδοσφαιρικού τύπου φωτοβολίδες κάθε τριάντα χρόνια, αλλά για συνεχείς, επαναλαμβανόμενες ανταγωνιστικές συμμετοχές με σαφώς προκαθορισμένους και πολλαπλώς δεδηλωμένους στόχους πρωταθλητισμού μακριά από καιροσκοπικές συμπεριφορές του στυλ «πάμε να παλέψουμε κι όπου μας βγάλει η τύχη»...